
Ολο το βραδυ παλευαμε λοιπον.Τα χαραματα ομως μου ζητησε να φυγω - ηταν αδυνατον, λεει, να κοιμηθει με αλλο ατομο διπλα του, και καναπε δεν ειχε. Επεσα να πεθανω απ'την προσβολη. Μου ζητησε συγγνωμη βεβαια, αλλα τι να την κανει ο πεθαμενος τη συγγνωμη? Εφυγα με τα μουτρα στο χωμα. Την αλλη μερα αναγκαστηκα να ρωτησω τον Χρηστο για το ποιον του. Εμεινε ο αλλος, δεν περιμενε να εχω μπλεξει με τον Αδωνη, προφανως νομιζε πως αλλα ηταν τα γουστα του. Δυστυχως δεν ηξερε και πολλα ή δεν ηθελε να μου πει. Μια βδομαδα εβγαιναν, με πληροφορησε, τιποτα το ιδιαιτερο, αλλα ο τυπος ηταν κομματι ανισορροπος. Στην αρχη τον παρενοχλουσε, μεχρι στο κινητο του Βασιλη(του γκομενου του Χρηστου), επαιρνε και το'κλεινε. Και βεβαια με συμβουλεωε να κρατηθω μακρια. Το ειπε γιατι ενοχληθηκε - δεν ηθελε καθολου να μπερδευονται στα ποδια τoυ - το ειπε απο φιλια, ιδεα δεν εχω, δεν βγαζεις ευκολα ακρη με τον Χρηστο. Ουτε μ'εμενα ομως βγαζεις ακρη. Οσο εκεινος μου ελεγε να κρατηθω μακρια, τοσο φαγωνομουνα να τον ριξω. Οπως καταλαβαινετε, και ξαναβγηκα μαζι του, και στο σπιτι του ξαναπηγα, και ταξι ξαναεψαχνα στα μαυρα μεσανυχτα για να μην τον στριμωξω στο κρεβατι του και τελος παντως ολα τα'κανα.
Ο θεος τα δεχοταν ευχαρίστως, αλλα, πως να το πω, καπως αφηρημενα, οπως δεχεσαι το σοκολατακι που σου προσφερουν χωρις να νιωθεις καμια πελωρια λαχταρα για γλυκο, απλως αφου στο δινουν το παιρνεις. Δεν ειχα παραπονο παντως, οσο τον εβλεπα δεν ειχα παραπονο. Το ζητημα ηταν πως μου εριχνε κατι εξαφανισεις ξεγυρισμενες. Μερες τον εψαχνα.Ουτε τηλεφωνα σηκωνε, ουτε σπιτι του πηγαινε, ατμος γινοταν και χανοταν...Δυο χρονια τραβιομασταν ετσι, δεκα κιλα εχασα, ολους τους φιλους μου εχασα, τη γαληνη μου εχασα.Αγωνας η καθε μερα και τιποτ'αλλο. Ενα ψαξιμο. Που ειναι, πως να τον ξετρυπωσω, πως να τον γυρισω πισω, πως να τον κρατησω να μην μου ξαναφυγει. Γινεται ζωη ετσι? Δε γινεται!
Οποτε ενα βραδυ, αποφασισα να διεκδικησω οτι μου ανηκει. Καθισα και του απαριθμησα ολα οσα ηθελα, ολα οσα πιστευα οτι μου ανηκουν.Του ζητησα να ζησουμε σε ενα σπιτι,
μαζι σαν ζευγαρι οπως μας αξιζει.Γελασε υποτιμητικα. Προφανως και αλλη εικονα ειχε στο μυαλο του για τη σχεση μας απο τη δικη μου.Ανοιξε την πορτα και εφυγε.Ετσι χωρις να τον νοιαζει για τα οσα εδωσα,για τα οσα θυσιασα για κεινον.Απλα εφυγε.Α πριν να ξεχασω με συμβουλεψε να σταματησω την κλαψα και να βρω καποιον αλλο να βασανιζω!
Κανεις δεν τον ξαναειδε απο την παρεα, αφαντος κανονικα. Ξανακουσα για αυτον ενα μηνα και δεκατρεις μερες μετα, ωρα δωδεκαμισι το βραδυ, πανω ακριβως που κοντευα να αποβαλλω τη μαυριλα του χωρισμου. Με πηραν απο το νοσοκομειο <<Ο Ευαγγελισμος>> γιατι βρηκαν το ονομα μου πρωτο στη λιστα του κινητου του -Αλεξοπουλος. Ειχε ενα τροχαιο ατυχημα με τη μηχανη στη παραλιακη, λεει, επεσε σε τοιχο, μεταφερθηκε σε αφασια στην εντατικη, υπηρχε κινδυνος να μεινει παραλυτος.Προς στιγμην εφυγε το αιμα απο το σωμα μου. Ειχα ευχηθει με τοση δυναμη να πεθανει σαν σκυλι στ'αμπελι που νομιζσα οτι εγω εφταιγα, εξαιτιας μου τον τιμωρουσε ο Θεος.Ε, μετα σιγα σιγα συνηλθα. Πηγα στο νοσοκομειο πρωτος, πριν ειδοποιησω οποιοδηποτε δικο του.Ηθελα να δω τη κατασταση, να δω τι θα κανω. Οσο κι αν ημουν προετοιμασμενος για τα χειροτερα, αυτο που ειδα μου εκοψε την μιλια. Ο θεος μου καθολου με θεο δεν εμοιαζε πια. Ενα κουβαρακι σαρκα ηταν, κουρελιασμενο και ματωμενο, που κειτοταν αψυχο στα ασπρα σεντονια της εντατικης - μολις μια ανασα απο τον θανατο. Πιο ζωντανα εμοιαζαν τα μηχανηματα γυρω του. Δεν ηξερα τι να κανω. Καθομουν και τον κοιτουσα σαν χαζος. Νομιζω πως προσπαθουσα να καταλαβω τι εμεινε απο αυτον, τι αναγνωριζα απ'τον αντρα που ειχα ερωτευτει σαν τρελος.Τα ματια μου τρεχανε σαν βρυσες και ουτε που τα σκουπιζα. Οχι απο λυπη για το καταντημα της αγαπης μου, ουτε απο τρομο μπροστα στις ανεξελεγκτες βουλες του Κυριου. Εκλαιγα απλουστατα απο ανακουφιση.Ο αντρας αυτος ειχε καταστρεψει την ισορροπια μου, τη ζωη μου ολη, το χρονο μου, τις σχεσεις μου, ηταν ξαπλωμενος εκει μπροστα μου πιο ανισχυρος πια κι απο μωρο, πιο αχρηστος και απο ασφαιρο οπλο. Ο θεος ηταν πια στο ελεος ενος θνητου - στο δικο μου ελεος.Αποφασισα σε δεκατα του δευτερολεπτου να τον αναλαβω εγω, αν καταφερνε να επιζησει. Θα τον επερνα με το λατρεμενο αναπηρικο καροτσακι του.Τωρα θα ηταν αδυνατον να με διωξει τις νυχτες, τωρα θα με παρακαλουσε να μεινω κοντα του - ποιος θα τον σηκωνε να παει τουαλετα? ποιος θα τον εσωνε αν γινοταν σεισμος? Δε θα με ρωτουσε ξανα ποτε με ποιον τραβιεται ο Χρηστος. Δε θα ηταν ικανος να ντυνεται στην πενα και να εξαφανιζεται για μερες. Απο δω κ μπρος θα τον εντυνα εγω! Κι ολη αυτη η αγωνια που εφαγε τα σπλαχνα μου 2 ατελειωτα χρονια, αυτο το αχ, στο κεφαλι του ολο πια!
Αυτος θα μυριζει τωρα στα κρυφα σαν κυνηγοσκυλο, αυτος θα μενει αυπνος απο τις μυρωδιες ξενων αντρικων σωματων. Αυτος θα ζητα πλεον κι εγω θα δινω οσο θελω με το σταγονομετρο, σαν προσφορο - ΑΝ δινω...
Γυρισα τα ματια στον ουρανο και κλαιγοντας ειπα στην προισταμενη της εντατικης: "Αδελφη, υπαρχει Θεος!!!"Αυτη με ακουμπησε ενθαρρυντικα στο μπρατσο. "Και βεβαια υπαρχει", μου ψιθυρισε, "εμεις εδω εχουμε δει τοσα θαυματα....">>
Ελπιζω να σας αρεσε, αν και λιγο ψυχοπλακωτικο!!!